Με αφορμή το τείχος του Βερολίνου

Αυτό που θα διαβάσετε σήμερα είναι πέρα για πέρα αληθινό
Το 1970 λοιπόν κι όντας η μητέρα μου μόλις δεκαεννέα ετών και ήδη μητέρα, δούλευε στην εταιρεία Henkel. Το τεράστιο αυτό εργοστάσιο, όπου συστάθηκε και η πρώτη γερμανική Βουλή μετά τον δεύτερο παγκόσμιο, σπούδαζε κάθε χρόνο τετρακόσιους άπορους φοιτητές και τους έκανε χημικούς. Η μητέρα μου λοιπόν τότε δούλευε στην καντίνα που τάιζε αυτά τα παιδιά και προσωπικό φυσικά.
Είχαν λοιπόν έναν υπάλληλο φύλαξης, πρώην αστυνομικό περίπου εξήντα ετών και μια μέρα ρωτά τη μητέρα μου τι φαγητό είχε παρόλο που ήταν αναρτημένο το μενού. Στην ποδιά της η μητέρα μου είχε καρτελάκι με το όνομά της. Ακολουθεί ο διάλογος, όπου γ ο Γερμανός όπου μ η μητέρα μου:
(Γ)- Τι φαγητό έχουμε σήμερα κ.Πανάγου;
(Μ)- Ψάρι όπως λέει και το μενού στην πόρτα. (δεν διευκρινίζει τι ψάρι ενώ στο μενού γράφει).
(Γ)- Α, δεν τρώω ψάρια από θάλασσες που κολυμπούν Έλληνες και Τούρκοι διότι είναι μολυσμένα.
(Μ)- Μα το ψάρι το συγκεκριμένο ήταν Ατλαντικού κι εκεί δεν κολυμπούν Έλληνες και τούρκοι. Κι αν έχουν κολυμπήσει πως και σας ενοχλεί αυτή η μόλυνση, αν υπάρχει κιόλας, και δεν σας ενοχλεί ο μολυσμένος αέρας από τόσους αθώους που κάψατε στο Άουσβιτς και στο Ντάχαου;
Το ήξερε η μητέρα μου πως έχει μπλέξει. Αλλά στα δεκαεννιά βράζει το αίμα. Της συγκεκριμένης βράζει ακόμη και σήμερα στα εξήντα οχτώ.
Περνάνε λίγες μέρες και την καλούν σε ένα τεράστιο αμφιθέατρο σε απολογία. Ένα ψηλόλιγνο κοριτσάκι άσπρο με μαύρα μάτια και μαύρα μαλλιά σχεδόν τρεμάμενο, απέναντι σε καμιά τριανταριά άτομα από τη διοίκηση, τον υπεύθυνο του τμήματός της και άτομα από το συνδικάτο που υπερασπίζεται τον εργαζόμενο.
Την στήνουν με τον τρόπο τους στα τρία μέτρα και τη ρωτούν αν είπε αυτό στον σεκιουριτά. Η μητέρα μου απαντά με θάρρος, που κι εκείνη ομολογεί δεν ξέρει που το βρήκε, πως ναι το είπε. Κάποιοι έμειναν άφωνοι γιατί ήξεραν πόσο καλή, ευγενική και υπεύθυνη υπάλληλος ήταν. Την κοιτούν απορημένοι. Μια αμηχανία αναγκάζει τη μητέρα μου να ρωτήσει αν ξέρουν σε τι δήλωση έθεσε αυτήν την ερώτηση στον κύριο που της έκανε αναφορά. Άφωνοι απαντούν όλοι όχι. Εξηγεί λοιπόν η μητέρα μου τα καθέκαστα σε άψογα γερμανικά και τους προλαβαίνει λέγοντας αν θέλετε καλέστε τον να τα πω και μπροστά του. Σιγή ιχθύος στο ακροατήριο, θέλουν και λίγο χρόνο να σκεφτούν η αλήθεια είναι οι Γερμανοί κι η μητέρα μου συνεχίζει λέγοντας: Αυτό που απάντησα στον κύριο το έχω διαβάσει σε επιστημονικό γερμανικό βιβλίο,του τάδε Γερμανού συγγραφέα που δανείστηκα από τη βιβλιοθήκη του Henkel στον τάδε διάδρομο, στο τάδε ράφι. Αυτός σε ποια έρευνα στηρίζει πως εμείς κι οι Τούρκοι μολύνουμε τα ψάρια επειδή απλά κολυμπάμε στις θάλασσες;
Ξεροκαταπίνουν τα στελέχη και της προτείνουν να καθίσει. Απαντά εκείνη ευγενικά πως αν θέλατε να καθίσω θα μου το προτείνατε εξαρχής, άρα αν έχουμε τελειώσει θέλω να πάω στη δουλειά μου.
Σκεπτικοί και απογοητευμένοι για την εξέλιξη οι Γερμανοί την άφησαν να φύγει. Όχι δεν τους άρεσε αυτή η εξέλιξη, δεν την περίμεναν, διότι συνήθως ο ξένος σε μια χώρα φταίει για όλα (όχι βέβαια).
Αποτέλεσμα; Τον κύριο τον μετέθεσαν σε τμήμα τόσο μακριά ώστε να μη γίνεται να συναντηθεί με τη μητέρα μου κι εκείνη τη μετέθεσαν σε τμήμα που αφορούσε τις σπουδές των άπορων παιδιών ως γραμματέα της γραμματέως του διευθυντή. Γιατί οι Γερμανοί, οι τότε τουλάχιστον, την αδικία δεν την συγχωρούσαν.
Όταν πήραν την απόφαση να γυρίσουν Ελλάδα οι δικοί μου, η μητέρα μου έφυγε από τη δουλειά την τελευταία ημέρα με τέσσερα ταξί γεμάτα δώρα. Τα παιδιά του Χημείου δε, της έβαλαν ένα βαζάκι γεμάτο γερμανικό χώμα γιατί χρήματα για δώρα δεν είχαν. Κάποια από αυτά έκλαιγαν, δεν ήταν όλα γερμανάκια είχε και αλλοδαπά (επιτρέψτε μου τους όρους).
Πάντα σε ένα γεγονός να κάνετε δεύτερες σκέψεις, ως να φανεί η αλήθεια. Η αλήθεια είναι πάντα μία.
Καλό ΣΚ αγάπες.