Έχω μια μικρή φίλη. Πολύ καλή φίλη.

Μια μέρα καυτή χθες στο Ντίσελντορφ, αλλά ποιος κάθεται σπίτι όταν έχει την ευκαιρία να βολτάρει με μια φίλη κι ας είναι και μικρή.
Κυριακή 9 Αυγούστου 2020. Μια μέρα μετά από τη χθεσινή ζέστη, σκέτη κόλαση. Όμως χθες βγήκα με μια μικρή μου φίλη, 10 και μισό ετών κι έχω να πω πως αν σας δίνεται η δυνατότητα να περάσετε κάποιες στιγμές με παιδιά, ακόμη κι αν δεν είναι δικά σας να το κάνετε. Σου μαθαίνουν πολλά. Δικαιώνεται απόλυτα ο στίχος πως να κρυφτείς από τα παιδιά, έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα.
Δεν ξέρω αν τα ξέρουν όλα, το σίγουρο είναι πως ξέρουν πολλά, επειδή νιώθουν πολλά. Τους λείπουν όμως οι λέξεις. Θέλουν με μια λέξη να αποτυπώσουν τη σκέψη τους, το συναίσθημά τους αλλά δεν μπορούν. Ψάχνουν όμως περιγραφικά ή με παραδείγματα να σου πουν, να σου εξηγήσουν. Κι όσο εσύ τα παρακολουθείς τόσο σου ζωγραφίζεται το χαμόγελο στα χείλη. Στην ουσία εσύ δε μιλάς κυρίως ακούς κι επεμβαίνεις μόνο να βοηθήσεις λεκτικά. Είπαμε τους λείπουν οι λέξεις, είτε λόγω ηλικίας, είτε γιατί είναι δίγλωσσα κυρίως εξαιτίας της μετανάστευσης.
Πήγαμε για ψώνια, να χαζέψουμε βιτρίνες, αγοράσαμε και κάτι ψιλά κι εκείνη κι εγώ. Διάλεξε ένα ρουχαλάκι και με κοιτούσε να δει αν το εγκρίνω ως αγορά και δεν εννοώ αν μου αρέσει απλά, αλλά αν η ποιότητά του συνάδη με το κόστος του. Δε με ρώτησε ευθέως, αλλά αναρωτήθηκε φωναχτά ρίχνοντάς μου κλεφτές ματιές που έκανα πως δεν έβλεπα. Όλα τα λεφτά αυτές οι ματιές της, γιατί έχει και ματάρες! Μόλις πήρε την έγκρισή μου, το αγόρασε μόνη της στο ταμείο. Όσο για το γούστο της στη συγκεκριμένη αγορά εξαιρετικό!
Μετά μπήκαμε σε μερικά καταστήματα ακόμη και το βλέμμα της είχε το γνωστό πεινάω αλλά δίσταζε να μου το πει. Επειδή αυτό το βλέμμα το ξέρω καλά από τα δικά μου παιδιά, έκανα μια πρόταση που ήξερα πως θα της αρέσει. Τα γνωστά junkfoodομάγαζα. Περάσαμε περίπου μιάμιση ώρα εκεί. Έτρωγε μια μπουκιά και μιλούσε ακατάπαυστα. Πετούσε από το ένα θέμα στο άλλο. Έχανε τον ειρμό της, προσπαθούσε να θυμηθεί τι ήθελε να πει. Μαγεία!
Μετά αναρωτήθηκε, πάλι με το βλέμμα αν θα επιστρέψουμε σπίτι, πράγμα που δεν ήθελε αλλά δίσταζε να το πει γιατί σκεφτόταν μήπως η θεία Βίκυ ψόφησε από τη ζέστη, ενώ ταυτόχρονα κι εκείνη είχε λιώσει.
Μόλις έκανα πρόταση να πάμε στο Ρήνο σε ένα υπέροχο μπιτς μπαρ (σικ) άστραψαν οι ματάρες της. Σε 10 λεπτά ήμαστε εκεί. Έχει ένα τραπέζι άδειο μόνο! Στην αρχή νιώθει άβολα και μου λέει μα δεν υπάρχει κανένα παιδί εδώ. Της απαντώ πως αν δε θέλει μπορούμε να φύγουμε αλλά διστάζει. Κοιτάζει και την ψιλή άμμο που καλύπτει όλο το μπαράκι και της αρέσει. Της λέω έλα να βγάλουμε τα παπούτσια μας και να βυθίσουμε τα πόδια μας στη δροσερή άμμο. Χαρά τρελή! Δεν ήξερε αν επιτρεπόταν. Παίξαμε, ήπιαμε τα ποτά μας και μετά από δυο ώρες αποφασίσαμε από κοινού να φύγουμε.
Δεν έγραφα ημερολόγιο όταν ήμουν μικρή γιατί πίστευα πως αφού πέρασε η μέρα, η προσδοκία της επόμενης ξεπερνά το οτιδήποτε έζησες ως τώρα. Δε λέω πως είναι σωστό, απλά εγώ έτσι σκεφτόμουν. Ωστόσο αυτή η αφήγηση είναι σαν ημερολόγιο. Αν όμως δεν είχα κάτι να πω δεν θα το έγραφα.
Σας εύχομαι να χαίρεστε όπως η μικρή όταν έβαλε τα ποδαράκια της στην άμμο. Ήταν πρωτόγνωρο συναίσθημα για αυτή, επειδή ήταν ένα κατάστημα. Δεν ήταν η γνωστή παραλία όπου είναι κι αυτονόητο.
Σε ευχαριστώ Μαρία μου! Σε γνώρισα σχεδόν έξι ετών και εξελίσσεσαι σε μια υπέροχη δεσποινίδα.
Ως την επόμενη φορά.